εὐδοκιμῇ

εὐδοκιμῇ
εὐδοκιμάζω
choose
fut ind mid 2nd sg (doric)
εὐδοκιμάζω
choose
fut ind act 3rd sg (doric)
εὐδοκιμέω
to be of good repute
pres subj mp 2nd sg
εὐδοκιμέω
to be of good repute
pres ind mp 2nd sg
εὐδοκιμέω
to be of good repute
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • благоволити — БЛАГОВОЛ|ИТИ (39), Ю, ИТЬ гл. Быть расположенным, проявлять расположение, хотеть: бл҃говолить же съ вѣрьныимь невѣрьна˫а жити. или пакы невѣрьныи съ вѣрьною. да не разлоучаѥтасѩ. по божьствьноуоумоу аплоу. (εὐδοκεῖ) КЕ XII, 63а; аще же ли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπεν Μπελά, Αχμέτ — (Mαρνία, Οράν 1919 –). Αλγερινός επαναστάτης και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών το 1946… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”